Το αρσενικό του είδους αναφέρεται μερικές φορές ως ρυάκι. Τα ζαρκαδια είναι σχετικά μικρά, κοκκινωπά και γκρίζα-καφέ, και καλά προσαρμοσμένα σε ψυχρά περιβάλλοντα. Το είδος είναι ευρέως διαδεδομένο στην Ευρώπη, από τη Μεσόγειο μέχρι τη Σκανδιναβία, από τη Σκωτία μέχρι τον Καύκασο και από το ανατολικό έως το βόρειο Ιράν και το Ιράκ. Ξεχωριζεται από το κάπως μεγαλύτερο ειναι το ελάφι της Σιβηρίας. Στην Ελλάδα, στις ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας έχουν παραμείνει μόνο μικροί πληθυσμοί απο ελάφια. Το είδος χαρακτηρίζεται πλέον ως «ευάλωτα», πράγμα που σημαίνει ότι αν συνεχίσει να εξοντώνεται σύντομα θα απειλείται με εξαφάνιση.
Το ζαρκάδι είναι είδος σε γενικές γραμμές μονογαμικό. Αν όμως ο πληθυσμός των θηλυκών ατόμων είναι μεγάλος τότε συμπεριφέρεται και ως πολυγαμικό. Προς το τέλος της άνοιξης οι οικογένειες επιστρέφουν στις περιοχές ενδημίας τους και εκεί τα αρσενικά άτομα οριοθετούν περιοχές. Τα ενήλικα αρσενικά διαλέγουν τις καλύτερες περιοχές. Τις χωροκράτειες τους τις σημαδεύουν με τα εκκρίματα διαφόρων αδένων που βρίσκονται στη βάση των κεράτων και στα μετατάρσια οστά. Αυτή την περίοδο λαμβάνουν χώρα αρκετές διαμάχες μεταξύ των αρσενικών ατόμων, που μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμό ενός εκ των δύο μεχρι θανατο. Τα νεαρότερα μέλη της οικογένειας, δηλαδή τα μικρά της προηγούμενης χρονιάς, απομακρύνονται πλέον από τους γονείς τους και διασκορπίζονται μέχρι και 50 χιλιόμετρα μακριά. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται και η αιμομικτική αναπαραγωγή.
Το ζαρκάδι είναι ένα σχετικά μικρό ελάφι, με μήκος σώματος 95-135 cm (3/1 έως 4/4 ft), ύψος των ώμων του 65-75 cm, και με βάρος 15-35 kg. Σε καλές συνθήκες αναπτύσσουν κέρατα μήκους έως 20-25 cm με δύο ή τρία, σπάνια ακόμα και τέσσερα, σημεία. Όταν τα κέρατα του αρσενικού αρχίσουν να αναγεννηθούν, καλύπτονται από ένα λεπτό στρώμα βελούδινο χνουδι, που εξαφανίζεται αργότερα μετά την παροχή της τρίχας . Τα αρσενικά μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία τρίβοντας τα κέρατα τους στα δέντρα, έτσι ώστε τα κέρατα τους να είναι σκληρά για τις μονομαχίες κατά τη διάρκεια της περιόδου ζευγαρώματος. Τα κέρατα πέφτουν το Οκτώβριο-Νοέμβριο και αμέσως μετά αρχίζει η ανάπτυξη των νέων. Η πλήρης ανάπτυξή τους επέρχεται μετά 5-6 μήνες, δηλαδή Απρίλιο-Μάιο, περίοδο κατά την οποία πέφτει και το βελούδο που τα περιβάλλει.